- φυσαλ(λ)ίδα
- [-ις (-ίδος)] η1) пузырь, пузырёк (воздуха); 2) волдырь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυσαλ(λ)ιδώδης — ες, Ν 1. όμοιος με φυσαλλίδα στην εμφάνιση 2. γεμάτος φυσαλλίδες («φυσαλλιδώδη ερυθήματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσαλ(λ)ίδα. Ο τ. φυσαλιδώδης μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] … Dictionary of Greek